- μυελόγραμμα
- και μυελογράφημα, τοιατρ. το αποτέλεσμα τής κυτταρολογικής εξέτασης τού μυελού τών οστών, το οποίο παρέχει πληροφορίες για την κατάσταση τής αιμοποίησης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. myelogramme (< μυελός + γράμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.